πεντεκαιδέκατος

πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδέκατος, η, ον (Aristot.; Diod S 12, 81, 5; Plut., Mor. 1084d; ins; PAmh 131, 7; LXX; Jos., Bell. 5, 282; 7, 401, Ant. 15, 89) fifteenth Lk 3:1.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη δέκατη πέμπτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”